- ξεφορμάρω
- 1. βγάζω κάτι από τη φόρμα του, από το καλούπι του2. αλλάζω το κανονικό σχήμα ενός αντικειμένου, την αρχική μορφή του, προσδίδω σε κάτι άλλη μορφή, τό κάνω να χάσει τη φόρμα του3. μέσ. ξεφορμάρομαιπαύω να είμαι φορμαρισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)-* + φορμάρω].
Dictionary of Greek. 2013.